- σαπταλισμός
- ο, Νμέθοδος βελτίωσης τού κρασιού κατά την οποία προστίθεται ζάχαρη στον μούστο, προκειμένου να αυξηθεί ο αλκοολικός βαθμός τού κρασιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chaptaliser «προσθέτω ζάχαρη στον μούστο προτού σφραγίσω το βαρέλι» (< Chaptal, όν. Γάλλου χημικού)].
Dictionary of Greek. 2013.